- πλημύρᾳ
- πλημύρᾱͅ , πλήμυραflood-tidefem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλημύρα — πλημύρᾱ , πλήμυρα flood tide fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήμυρα — η βλ. πλημμύρα … Dictionary of Greek
πλημύρας — πλημύρᾱς , πλήμυρα flood tide fem acc pl πλημύρᾱς , πλήμυρα flood tide fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλημυρῶν — πλήμυρα flood tide fem gen pl πλημυρέω rise like the flood tide pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλημύραις — πλήμυρα flood tide fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλημύρης — πλήμυρα flood tide fem gen sg (epic ionic) πλημυρέω rise like the flood tide imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλημύρῃ — πλήμυρα flood tide fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήμυραν — πλήμυρα flood tide fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλημμυρίδα — η / πλημμυρίς, ίδος, ΝΜΑ, και πλήμυρις Α η φάση τής παλίρροιας κατά την οποία η στάθμη τής θάλασσας ανυψώνεται. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από τον τ. πλήμη* «πλημμυρίδα» (< πίμπλημι) πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *πλημυρός κατά το σχήμα ἁλμυρίς … Dictionary of Greek
πλημμύρα — Η ανύψωση της στάθμης των νερών ποταμού, λίμνης ή θάλασσας και η έξοδός τους από την κοίτη τους. Η π. οφείλεται συνήθως σε κλιματολογικές συνθήκες με τη βοήθεια και της μορφολογίας του εδάφους. Αίτια είναι οι ραγδαίες και διαρκείς βροχές, η… … Dictionary of Greek